ξεχύνω

ξεχύνω
1. χύνω κάτι έξω από το δοχείο («ξέχυσε το νερό, γιατί είναι βρόμικο»)
2. ξεκινώ, παίρνω δρόμο
3. βγάζω εξανθήματα, σπυράκια
4. παθ. ξεχύνομαι
ορμώ, εξορμώ, τρέχω («μόλις ο καιρός καλυτέρεψε, ο κόσμος ξεχύθηκε στην εξοχή»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξέχυσα (βλ. λ. ξ[ε]-), αόρ. τού ἐκχύνω / ἐκχέω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διερώ — διερῶ (Α) στραγγίζω, φιλτράρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (ά) + ερώ ( άω) «χύνω έξω, ξεχύνω» (πρβλ. απερώ, εξερώ, κατερώ κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • εναποβλύζω — ἐναποβλύζω (Α) (με δοτ. τοπ.) ξεχύνω, ξερνώ κάπου (όπως τα βρέφη το γάλα που θηλάζουν) …   Dictionary of Greek

  • επαπερεύγω — ἐπαπερεύγω (Α) 1. κάνω εμετό, ξερνώ 2. μτφ. βγάζω από μέσα μου, ξεχύνω («μή, ὡς αἰχμαλώτῳ, ἐπαπερύγης τὸ πάθος», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + από + *ερεύγω, ενεργ. τ. τού ερεύγομαι και απαντά μόνο εν συνθέσει] …   Dictionary of Greek

  • επιπροχέω — ἐπιπροχέω (Α) [προχέω] 1. ξεχύνω, εκφέρω 2. παθ. εφορμώ, ξεχύνομαι …   Dictionary of Greek

  • ερεύγομαι — (I) και ρεύομαι (Α ἐρεύγομαι) αποβάλλω, βγάζω από το στόμα αέρια τού στομαχιού ή και μέρος από τις άπεπτες τροφές, ρεύομαι αρχ. 1. (για τη θάλασσα) ξεσπώ σε αφρούς, σε κύματα πάνω στην ξηρά, χτυπώ στα βράχια και αφρίζω 2. (για ηφαίστεια και… …   Dictionary of Greek

  • καταφορώ — καταφορῶ, έω (Α) [κατάφορος] 1. (για ποταμό) παρασύρω, κατεβάζω 2. μτφ. ξεχύνω ορμητικά κάτι σαν χείμαρρος, ρίχνω κατακέφαλα πολλούς ή σφοδρούς λόγους εναντίον κάποιου («άμήχανον λογισμὸν καταπεφόρηκας τῆς διαφορότητος... τοῡ δικαίου καὶ τοῡ… …   Dictionary of Greek

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • υπερεύγομαι — Α 1. κάνω εμετό 2. (για ποτάμιο ρεύμα) ρέω, τρέχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐρεύγομαι «ρεύομαι, ξερνώ, ξεχύνω»] …   Dictionary of Greek

  • χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”