διερώ — διερῶ (Α) στραγγίζω, φιλτράρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (ά) + ερώ ( άω) «χύνω έξω, ξεχύνω» (πρβλ. απερώ, εξερώ, κατερώ κ.ά.)] … Dictionary of Greek
εναποβλύζω — ἐναποβλύζω (Α) (με δοτ. τοπ.) ξεχύνω, ξερνώ κάπου (όπως τα βρέφη το γάλα που θηλάζουν) … Dictionary of Greek
επαπερεύγω — ἐπαπερεύγω (Α) 1. κάνω εμετό, ξερνώ 2. μτφ. βγάζω από μέσα μου, ξεχύνω («μή, ὡς αἰχμαλώτῳ, ἐπαπερύγης τὸ πάθος», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + από + *ερεύγω, ενεργ. τ. τού ερεύγομαι και απαντά μόνο εν συνθέσει] … Dictionary of Greek
επιπροχέω — ἐπιπροχέω (Α) [προχέω] 1. ξεχύνω, εκφέρω 2. παθ. εφορμώ, ξεχύνομαι … Dictionary of Greek
ερεύγομαι — (I) και ρεύομαι (Α ἐρεύγομαι) αποβάλλω, βγάζω από το στόμα αέρια τού στομαχιού ή και μέρος από τις άπεπτες τροφές, ρεύομαι αρχ. 1. (για τη θάλασσα) ξεσπώ σε αφρούς, σε κύματα πάνω στην ξηρά, χτυπώ στα βράχια και αφρίζω 2. (για ηφαίστεια και… … Dictionary of Greek
καταφορώ — καταφορῶ, έω (Α) [κατάφορος] 1. (για ποταμό) παρασύρω, κατεβάζω 2. μτφ. ξεχύνω ορμητικά κάτι σαν χείμαρρος, ρίχνω κατακέφαλα πολλούς ή σφοδρούς λόγους εναντίον κάποιου («άμήχανον λογισμὸν καταπεφόρηκας τῆς διαφορότητος... τοῡ δικαίου καὶ τοῡ… … Dictionary of Greek
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
υπερεύγομαι — Α 1. κάνω εμετό 2. (για ποτάμιο ρεύμα) ρέω, τρέχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐρεύγομαι «ρεύομαι, ξερνώ, ξεχύνω»] … Dictionary of Greek
χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… … Dictionary of Greek